- κοινοδίκιον
- κοινοδίκιον, τὸ (Α) [κοινόδικος]1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές3. πάπ. αιγυπτιακό δικαστήριο που δίκαζε τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων.
Dictionary of Greek. 2013.